- εΰπλειος
- ἐΰπλειος, -είη, -ον (Α)(επικ. τ.)καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.